αναπλήρωμα

αναπλήρωμα
το (Α ἀναπλήρωμα)
η αναπλήρωση*
νεοελλ.
αυτό που χρησιμεύει για αναπλήρωση άλλου πράγματος, που παρουσιάζει έλλειψη και είναι φθηνότερο από αυτό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀναπλήρωμα — filling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπληρωμάτων — ἀναπλήρωμα filling neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπληρώματα — ἀναπλήρωμα filling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπληρώματος — ἀναπλήρωμα filling neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… …   Dictionary of Greek

  • αναπληρώνω — (Μ ἀναπληρώνω, Α ἀναπληρῶ, όω) 1. συμπληρώνω κάτι ελλιπές ή τό αντισταθμίζω με κάτι άλλο 2. παίρνω τη θέση κάποιου προσωρινά ή οριστικά, τόν αντικαθιστώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. γεμίζω το κενό μέρος, καλύπτω, συμπληρώνω 2. πληρώνω ολόκληρο το χρηματικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”